- ψευδόδοξος
- ψευδόδοξ-ος, ον,A holding a false opinion or notion, labouring under a delusion, Gal.19.484.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψευδόδοξος — ον, ΜΑ αυτός που έχει λαθεμένη άποψη, εσφαλμένη γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ματαιό δοξος] … Dictionary of Greek
ψευδοδόξοις — ψευδόδοξος holding a false opinion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοδόξους — ψευδόδοξος holding a false opinion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδοδόξων — ψευδόδοξος holding a false opinion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
ψευδοδοξία — ἡ, ΜΑ [ψευδόδοξος] μσν. πίστη σε δόγματα αιρετικών αρχ. εσφαλμένη γνώμη … Dictionary of Greek
ψευδοδοξώ — έω, ΜΑ [ψευδόδοξος] έχω λαθεμένη άποψη, εσφαλμένη γνώμη … Dictionary of Greek
ՍՏԱԿԱՐԾ — ( ) NBH 2 0741 Chronological Sequence: 6c, 12c ա. ՍՏԱԿԱՐԾ ՍՏԱԿԱՐԾՈՂ. ψευδόδοξος falsa opinans. Ունօղ զսուտ կարծիս. կարծօղ ստութեամբ. *Կամի զայնոսիկ՝ որ երջանիկ համարին զայս միայն զհանդերձ մարմնովս կեանք, յանդիմանել ստակարծս. Փիլ. լին. ՟Ա. 76: *Եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՏԱԿԱՐԾՈՂ — ( ) NBH 2 0741 Chronological Sequence: 6c, 12c ա. ՍՏԱԿԱՐԾ ՍՏԱԿԱՐԾՈՂ. ψευδόδοξος falsa opinans. Ունօղ զսուտ կարծիս. կարծօղ ստութեամբ. *Կամի զայնոսիկ՝ որ երջանիկ համարին զայս միայն զհանդերձ մարմնովս կեանք, յանդիմանել ստակարծս. Փիլ. լին. ՟Ա. 76: *Եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՏԱՓԱՌ — ( ) NBH 2 0743 Chronological Sequence: 13c ա. ψευδόδοξος . Ուր իցէ սուտ վարկ եւ կարծիք. *Բժշկել զվայրապար հարուածս առաջին բաժանմանն, եւ ի ստափառ հակառակութեանցն խորշել. Միք. պատր. առ գր. տղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)